- πολυφόρτων
- πολύφορτοςheavily ladenmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύφορτος — ον, Α 1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτος («νηῶν πολυφόρτων», Μαν.) 2. πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φόρτος (πρβλ. βαρύ φορτος)] … Dictionary of Greek